ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ (FOLKLORE MUSEUM) Πολιτιστικού Συλλόγου «Η ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ»
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Η Κασσάνδρα» δημιούργησε το 2003 Λαογραφικό Μουσείο το οποίο στεγάζεται στο παραδοσιακό κτίριο της Κασσάνδρειας «Αρχοντικό Οικονόμου», όπου ντόπιοι και ξένοι επισκέπτες έρχονται καθημερινά για να «ταξιδέψουν» στην ιστορία του τόπου μας.
Το Λαογραφικό Μουσείο Κασσάνδρειας σας υπόσχεται ένα ταξίδι μνήμης στο παρελθόν του τόπου μας. Τα εκθέματα προσπαθούν να δώσουν μια εικόνα της ζωής στην Κασσάνδρεια κατά τον προηγούμενο αιώνα. Στον όροφο του κτιρίου στήθηκε ένα μονοκάμαρο σπίτι. Κυρίαρχο έκθεμα ο αργαλειός και γύρω του διάφορα υφαντά που με περισσή τέχνη και μεράκι είχαν υφάνει Κασσανδρινές κοπελιές.
Το παλιό σεντούκι, ο καθρέφτης και το καλοστρωμένο σιδερένιο κρεβάτι με το απαραίτητο εικονοστάσι πλαισιώνουν τον παλιό αργαλειό. Στους τοίχους κρεμασμένο το «φανάρι» για τα τρόφιμα, η πιατοθήκη κι άλλα είδη του νοικοκυριού συμπληρώνουν την εικόνα του σπιτιού. Τα ζωγραφιστά μιντέρια στρωμένα με υφαντά κι ο παλιός σοφράς με παραδοσιακά κεράσματα προσφέρουν ξεκούραση στον επισκέπτη.
Σε άλλο χώρο μπορεί κανείς να δει εργαλεία και αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν σε διάφορα επαγγέλματα της εποχής όπως: εργαλεία του γεωργού (για το όργωμα, το θέρισμα, το αλώνισμα), του βαρελοποιού, του σηροτρόφου, του μελισσοκόμου, του τσαγκάρη, του φούρναρη, του ξυλοκόπου, του μαραγκού, του κουρέα. Στους τοίχους υπάρχει μια μεγάλη συλλογή ασπρόμαυρων φωτογραφιών από τοποθεσίες και στιγμιότυπα της ζωής στην Κασσάνδρα του περασμένου αιώνα. Στο ισόγειο κατά τους θερινούς μήνες λειτουργούν εκθέσεις ζωγραφικής, φωτογραφίας, χαρακτικής κ.λ.π Το λαογραφικό μουσείο δε φιλοδοξεί να αναγεννήσει τον παραδοσιακό πολιτισμό. Θέλει όμως να συμβάλει στην τόνωση της συλλογικής μνήμης γύρω από ένα κόσμο τόσο κοντινό αλλά και τόσο μακρινό.
Το παλιό σεντούκι, ο καθρέφτης και το καλοστρωμένο σιδερένιο κρεβάτι με το απαραίτητο εικονοστάσι πλαισιώνουν τον παλιό αργαλειό. Στους τοίχους κρεμασμένο το «φανάρι» για τα τρόφιμα, η πιατοθήκη κι άλλα είδη του νοικοκυριού συμπληρώνουν την εικόνα του σπιτιού. Τα ζωγραφιστά μιντέρια στρωμένα με υφαντά κι ο παλιός σοφράς με παραδοσιακά κεράσματα προσφέρουν ξεκούραση στον επισκέπτη.
Σε άλλο χώρο μπορεί κανείς να δει εργαλεία και αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν σε διάφορα επαγγέλματα της εποχής όπως: εργαλεία του γεωργού (για το όργωμα, το θέρισμα, το αλώνισμα), του βαρελοποιού, του σηροτρόφου, του μελισσοκόμου, του τσαγκάρη, του φούρναρη, του ξυλοκόπου, του μαραγκού, του κουρέα. Στους τοίχους υπάρχει μια μεγάλη συλλογή ασπρόμαυρων φωτογραφιών από τοποθεσίες και στιγμιότυπα της ζωής στην Κασσάνδρα του περασμένου αιώνα. Στο ισόγειο κατά τους θερινούς μήνες λειτουργούν εκθέσεις ζωγραφικής, φωτογραφίας, χαρακτικής κ.λ.π Το λαογραφικό μουσείο δε φιλοδοξεί να αναγεννήσει τον παραδοσιακό πολιτισμό. Θέλει όμως να συμβάλει στην τόνωση της συλλογικής μνήμης γύρω από ένα κόσμο τόσο κοντινό αλλά και τόσο μακρινό.
η επίσκεψη, οι φωτογραφίες, οι σκέψεις και οι μνήμες οι…… Κασσανδρινές
Καϊάφα-Σαροπούλου Μίνα, Αρχαιολόγος, Δρ. Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ
Γεωργίου και Ευαγγελίας μνήμης χάριν
Λαογραφικό Μουσείο Κασσάνδρας: ένα πετρόκτιστο δίπατο κτίσμα σε μια μικρή ανηφοριά, λίγο πιο πάνω από την πλατεία Ελευθερίας ψηλά στον πεζόδρομο, εκείνη που τη φυλάγουν μαζί σιγοκουβεντιάζοντας ο μεγάλος γέρικος πλάτανος και η παλιά βρύση. Χρόνια τώρα το νερό της ρέει από γερασμένο κρουνό, προκαλώντας έναν ήρεμο χόχλο, ένα διακριτικό κελάρυσμα κατ’ αντανάκλαση της φύσης.
Όμορφο κτίριο, επιβλητικό, που κλείνει μέσα του τη λαογραφία του χωριού, με ένα πλήθος αντικειμένων που συγκεντρώθηκαν από διάφορες γειτονιές. Για χρόνια πολλά συντρόφευαν σιωπηλά διάφορα νοικοκυριά, επιβλέποντας άγρυπνα τα τεκταινόμενα μέσα στις κάμαρες και τα κατώγεια τους. Όλα είναι αυτόπτες μάρτυρες σε οικογενειακές ευτυχίες και ολοκαυτώματα, σε φώτα και σκιές, σε θύελλες και νηνεμίες, σε ζωές που ήλθαν και παρήλθαν. Τώρα είναι μαζεμένα εκεί, σύμβολα του χθες, εκτεθειμένα με φροντίδα περισσή στις κάμαρες του μικρού μουσείου παίζοντας πια το στερνό τους ρόλο: αιμοσταξιές ζωογόνες στην ιστορία τούτου του τόπου, για να μην πεθάνει ποτέ....να ζει αγέραστη στις καρδιές μας....
Ιούλιος 2013.
Πήγα από απλή περιέργεια..Ένα λαογραφικό μουσείο παραπάνω, σκέφτηκα.....Τα στημόνια που με έδεναν με το χωριό μου λιγοστά και αδύναμα, τριμμένα…. έτσι νόμιζα! Άλλωστε εγώ τα πιο πολλά παιδικά μου χρόνια είχα την ευλογία να ζήσω νοτιότερα, στα Νέα Μουδανιά των προσφύγων της Μικρασίας, είχα την τύχη να κοινωνήσω πολιτισμό και μνήμες των παλιών πατρίδων και μάλιστα σε γενναίες δόσεις. Η επαφή με το χωριό αρχικά συχνή, περιορίστηκε μέσα στη δίνη της σχολικής καθημερινότητας. Έμεναν οι γιορτές και τα καλοκαίρια να αναπληρώνουν απουσίες να μη σπάσουν εντελώς οι αλυσίδες. Έπειτα, η πόλη του Κάσσανδρου χώθηκε επίμονα στο μεδούλι μου με το παρόν, αλλά και το παρελθόν της, διεκδικώντας εδώ και χρόνια μέρος της καρδιάς, αλλά και του χρόνου μου, με αποτέλεσμα να γεύομαι ολοένα και λιγότερο τη γη την πατρογονική.
Ήξερα ότι στις κάμαρες του πέτρινου λαογραφικού θα έβρισκα αρκετά πράγματα του παππού και της γιαγιάς μου...... Αυτή η γνώση ήταν που κίνησε τα βήματά μου να συρθούν έως τη φιλόξενη πόρτα του…… Αυτό που δε γνώριζα ήταν τον πάταγο που αυτά τα πράγματα θα έκαναν στα σωθικά μου… Γελάστηκα που πίστευα ότι είχα αισθήματα τόσο καλά περιχαρακωμένα ώστε να τα ελέγχω απόλυτα!
Ένιωσα την ανάγκη σ’ αυτή την πρώτη μου επίσκεψη να επικεντρωθώ σε οικεία πράγματα, που γέμιζαν κάποτε του παππού και της γιαγιάς μου τα χέρια. Άφησα τα υπόλοιπα εκθέματα του μικρού μουσείου να τηρούν τη δική τους ομερτά. Κώδικες σιωπής έχουν όλα τους, κώδικες όσους και τα νοικοκυριά από όπου προήλθαν. Για να ξεκλειδώσει το καθένα απαιτείται η κατάλληλη καρδιά να χαράξει τα ορθά στοιχεία. Το βλέμμα μου άρχισε να αγγίζει λαίμαργα όλα εκείνα που η ταυτότητα δίπλα τους βεβαίωνε ότι κάποτε ήταν υλικά αγαθά των παππούδων μου. Τα κοίταζα προστατευτικά να μη σπάσουν θαρρείς οι στιγμές που ζωντάνευαν μέσα μου. Δίχως να το καταλάβω ξεκίνησα να πλανιέμαι στο χώρο και το χρόνο των προγόνων μου. Ασυναίσθητα προκάλεσα τη μνήμη μου σε αναμέτρηση με τα διασκορπισμένα αντικείμενα και μπλέχτηκα σ’ ένα αναπόδραστο πλέγμα στιγμών και χρόνων που έφυγαν σα νερό καταβροχθίζοντας τα νιάτα και στάθηκαν ξαφνικά μπροστά μου απαιτώντας να τα λογαριάσω.
Ταξινόμησα το χρόνο και παρασύρθηκα σ΄ ένα σεργιάνι του νου σε στοιχειωμένα μονοπάτια των παιδικών μου χρόνων, τότε που κοίταζα τον παππού, ψηλό και ασπρομάλλη, να γυρνά υπομονετικά το μοχλό στο μεγάλο σιδερένιο βαρέλι με τις κερήθρες στις κάθετες θήκες για να βγάλει το μέλι από τον κρουνό στη βάση του, αυτό που έφτιαχναν οι μέλισσές του στο δάσος δουλεύοντας ακούραστες μέσα στις γαλάζιες ξύλινες κυψέλες. Ζωντάνεψε η φιγούρα του στο νου μου και τον κατέκλυσε. Ανέσυρα ξεθωριασμένες μνήμες και τον «είδα» να μπαινοβγαίνει στο κατώι από τη δίφυλλη ξύλινη πόρτα, κάνοντας δουλειές λογιώ λογιώ. Και μαζί με την εικόνα του ισόγειου χώρου που ζωντάνευε πια έντονα στο μυαλό μου, μπορούσα να αφουγκραστώ και το τρίξιμο εκείνης της πόρτας να μπερδεύεται με τη βραχνή φωνή της Ντότης λίγο πιο δίπλα, της γέρικης γαϊδούρας, που πρόβαλλε από το παραθύρι της διπλανής πέτρινης αποθήκης, διεκδικώντας την προσοχή μας. Με την ίδια ευκολία κατόρθωσε η μνήμη να «φυλακίσει» μυρωδιές…. τη μυρωδιά του λαδιού, που λίμναζε στα πήλινα πιθάρια στο μακρόστενο δωμάτιο δεξιά, αλλά και του κρασιού, που φυλάσσονταν μέσα σε μεγάλα βαρέλια που τεμπέλιαζαν ξαπλωμένα το ένα δίπλα στο άλλο στο μέσα αριστερό δώμα. Σ΄ αυτό το σκοτεινό κελάρι μαζί με ούζα και κρασιά σε μια μικρή γωνιά μπαίνοντας δεξιά φιλοξενούταν μικρό βουνό από χώμα. Διατηρούσε στα σωθικά του τα λεμόνια που μάζευε η γιαγιά από τη λεμονιά …εκείνη τη φουντωτή που φλέρταρε στενά το σπίτι στην πλαϊνή του μεριά και κάλυπτε ο παππούς κάθε χειμώνα για να την προστατέψει από το κρύο……Όλες οι αισθήσεις σε μία τρελή περιδίνηση, όλα τα αισθήματα σ’ ένα τρελό ανέμελο χορό…… Αναρίγησα… Ήμουν εκεί μέσα στις εικόνες, στις μυρωδιές, στους ήχους, παίζοντας δίπλα σ’ ένα μεγάλο λαβωμένο πιθάρι που ξαπόσταινε στον παχύ κορμό της μεγάλης μουριάς. Όμορφο δέντρο, επιβλητικό στα παιδικά μου μάτια… μου πρόσφερε απλόχερα καρπούς, παχύ ίσκιο, αλλά και ένα στέρεο κλαδί για να κουνιέμαι στην πρόχειρη κούνια που μου έφτιαχνε ο παππούς με χοντρό σχοινί και μια παλιά κουρελού, έργο της γιαγιάς στον ξύλινο αργαλειό της τα χρόνια τα πιο παλιά.
Σκόρπιες χάντρες στο μυαλό μου τα βιώματα, οι παιδικές αναμνήσεις… τις μαζεύω μία-μία και ανακαλύπτω με τρυφερότητα τον ξέγνοιαστο, αθώο εαυτό μου. Κοντοστάθηκε η σκέψη στη γιαγιά μου, που μετά τις δουλειές του σπιτιού έπλεκε στο χαμηλό σκαμνί με το τσιγκελάκι της όμορφα κεντίδια, αναλύοντας σε όλους μας με όμορφα λόγια, απλά, τη δύναμη της προσευχής και την αναγκαιότητα της υπομονής. Μας μάθαινε ότι η αγάπη για να είναι ατόφια δεν πρέπει να βαραίνει με όρους και εντολές, ότι ο σεβασμός δε θέλει να συγκατοικεί με κανονισμούς που χαράσσονται ερήμην, ώστε οι καρδιές να είναι πάντα ζεστές. Δόσεις αγάπης πλούσιες, που τις μοίραζε απλόχερα σε όλους μας. Χείμαρρος τα λόγια της έρρεαν απαρέγκλιτα μέσα στην κοίτη της κατανόησης, της αποδοχής και της καλοσύνης, γιατί ήθελε οι συμβουλές της να φλερτάρουν με την ελεύθερη βούληση του καθενός μας και να μην γίνονται υποχρέωση και επιταγή ή βρόγχος που να πνίγει. Είμαι βέβαιη ότι μας κρυφοβλέπει από ψηλά, όχι για να μας κρίνει ή να επικρίνει… να μας ζυγιάσει μόνο πόσο έκλεψε ο καθένας μας στο ζύγι την αγάπη που μας δίδαξε…….
Δοξάρι και βιολί οι σκέψεις και οι συγκινήσεις όταν περιδιάβαινα το φιλόξενο Λαογραφικό. Δοξάρι και βιολί σε απόλυτη αρμονία, που έφτιαχναν μαζί νότες ελάσσονες, που σκάλωναν στο πεντάγραμμο της ψυχής μου, μνημόσυνο για τα χρόνια που έφυγαν. Ύφαιναν μελωδία παραπονιάρικη σε πεντάγραμμο διπλό... επιχειρούσα εναγωνίως να τη σιγοτραγουδήσω στα παιδιά μου, που εκδήλωναν ηχηρά τον ενθουσιασμό τους κάθε που διάβαζαν το επίθετο του παππού στα ταμπελάκια. Κρατούσα προς το παρόν το συνοδευτικό ήχο, τις μνήμες τις ολότελα δικές μου. Με τον καιρό θα τους τον μάθω και αυτόν, να τον κάνουν κρίκο για να δεθούν με τον τόπο τούτο, λίπασμα για να δυναμώσει στις καρδιές τους το δέντρο το οικογενειακό.
Έφυγα από
το λαογραφικό με τη σκέψη τυλιγμένη στην πάχνη των χρόνων των περασμένων. Είχα καταφέρει να αφυπνίσω βιώματα και μνήμες ασύνδετες στην αρχή που μπήκαν στη σειρά τους ανασύροντας μια ολόκληρη εποχή. Υποσχέθηκα ενδόμυχα να το επισκέπτομαι κάθε χρόνο, για να ζητιανεύω από όλα εκείνα που είχαν σμιλέψει την ψυχή μου ένα αγνάντεμα, το μόνο που μπορεί να αναζωογονεί τους δεσμούς μου με τη γη την Κασσανδρινή. Η υπόσχεση το περασμένο καλοκαίρι κούρνιασε σε ανήλιαγη γωνιά του μυαλού και ξεχάστηκε….
Σεπτέμβριος 2014.
Ανοίγοντας τον υπολογιστή μου για να αφουγκραστώ φωνές φίλων δέχτηκα κάλεσμα από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Κασσάνδρας, για ψήφο διαδικτυακής εμπιστοσύνης. Έριξαν άγκυρες τα μάτια στην κεντρική φωτογραφία, όψη από ένα δωμάτιο του πάνω ορόφου του Λαογραφικού Μουσείου.....Κουρσάρος η εικόνα της που κυρίευσε το μυαλό μου, ξυπνώντας μέσα μου έναν τρυφερό θυμό για την επίσκεψη που έμεινε στις Καλένδες… Τα δάχτυλα μόνα τους άρχισαν να χτυπούν μηχανικά το πληκτρολόγιο με ρυθμό γρήγορο, για να προφτάσουν τις σκέψεις ή τα δάκρυα πριν αποδράσουν από τα βλέφαρα και θαμπώσουν την εικόνα, για να στριμώξω πολλά αισθήματα σε λίγες λέξεις. Όταν έβαλα την τελευταία τελεία και διάβασα ότι είχε βγει απ’ την ψυχή συνειδητοποίησα ότι εκεί στο δίπατο πέτρινο του Μουσείου θα είναι πάντα ένα κομμάτι της καρδιάς μου: Τράπεζα του χρόνου είναι τελικά για να ρευστοποιούνται σε κάθε επίσκεψη και θωριά σκέψεις και συναισθήματα από καιρό κατατεθειμένα.
Και ήταν το απόσταγμα της ψυχής μου κάπως έτσι: «....Λαογραφικό μουσείο Κασσάνδρας…… Ο αργαλειός της γιαγιάς μου της Βαγγελούδας στο βάθος......το κρεβάτι που ξάπλωνε ο παππούς μου ο μπάρμπα-Γιώργος σε πρώτο πλάνο......με μια βίδα δεξιά στην κάτω σιδεριά (δε φαίνεται) που είχε χαλαρώσει, σχεδόν αιωρούνταν ανάποδα και μπαινόβγαινε, με ρυθμό μυσταγωγικό θαρρείς, κάθε φορά που την πιέζαμε, χαρίζοντας ένα ιδιότυπο διασκεδαστικό παιχνίδι στα παιδικά μας χρόνια. Αργότερα, ακριβώς έτσι της συμπεριφερόταν και τα παιδιά μας στην αυγή της ζωής τους, όταν την ανακάλυψαν στο σπίτι των προπαππούδων τους…. Στο μουσείο όταν πήγα την έψαξα νοσταλγικά, την ψηλάφισα…… τη βρήκα κολλημένη στη θέση της, φιμωμένη. Ενδόμυχα χάρηκα που για τους επισκέπτες του είναι πια σταθερή, αφανής, μια χαρά με μπόλικη δόση εγωισμού, γιατί εκείνος ο τρελός χορός γύρω από τον εαυτό της όταν την ακουμπούσαμε ήταν και θα παρέμενε για πάντα προνόμιο μόνο δικό μας.
Στέκομαι ξαφνικά και αναρωτιέμαι με ποιους μπορώ πια να μοιραστώ τις μνήμες στιγμών που πέρασαν. Αρχικά σταθμίζω τις σχέσεις με όλους εκείνους που για χρόνια το δικό μου πεπρωμένο αντάμωνε με το δικό τους, με εκείνους που κάποτε πλέκαμε γεγονότα με μόνη κλωστή την τρυφερότητα και την αγάπη του παππού και της γιαγιάς. Αναπολώ και λογαριάζω ότι η ζωή του καθενός μας πλέον πήρε τη δική της ρότα…… οι σκέψεις και οι επιλογές μας ξαποσταίνουν πια σε άλλες συχνότητες, διαφορετικές…. Κλαδιά του ίδιου δέντρου, που αναπτύσσονται όμως οριζόντια, χωρίς να γέρνει το ένα στο άλλο και δε συναντώνται πλέον πουθενά. Στο διάβα των χρόνων άλλαξαν πολλά, αλλάξαμε όλοι. Κάποιοι σήκωσαν άγκυρες για αλλού, παίρνοντας μαζί τους τις κοινές στιγμές με τη μορφή που ήθελαν, άλλοι έμειναν κοντά και έντυσαν τις αναμνήσεις με ρούχα και χρώματα της αρεσκείας τους, κάποιοι βολεύτηκαν στα παραμύθια τους και αγναντεύουν τις όμορφες βιτρίνες της ζωής, αλλά γυρνούν πλάτη στα άλλα, τα ακριβά και τα πολύτιμα, που φεύγουν γρήγορα μαζί με το χρόνο που περνά και χάνεται. Το μπαούλο των οικογενειακών αναμνήσεων έχει για τον καθένα μας άλλο χρώμα λούστρο, οι ψυχές μας μουλιάζουν σε διαφορετικές σκέψεις. Έτσι, ακόμη και η θύμηση που ξυπνά η βίδα στο σιδερένιο κρεβάτι του παππού έχει για τον καθένα μας διαφορετική βαρύτητα, άλλο χρώμα. Επιστρατεύω σκέψεις και ανακαλύπτω τελικά την αναγκαιότητα να μοιραστώ όλες εκείνες τις μνήμες που αφύπνισε το Μουσείο της Κασσάνδρας μόνο με τα παιδιά μου. Δίχως άλλο τους οφείλω σεργιάνι στα λημέρια των παιδικών μου χρόνων, οφείλω να τους παραδώσω μνήμες και βιώματα, ως παρακαταθήκη, ως χρέος ηθικό στον παππού και τη γιαγιά μου που φρόντισαν να μου μάθουν να αγαπώ τούτο τον τόπο δυνατά και αδιάλειπτα, ό,τι και να γίνει….
Ψάχνοντας και τις υπόλοιπες φωτογραφίες της ιστοσελίδας του Λαογραφικού ανακάλυψα και άλλα οικεία, που τα είχα δει σ’ εκείνη τη μοναδική επίσκεψη… όλα μνήμες που δεν ατροφούν, αποτυπώματα ανεξίτηλα, αυθεντικά κλειδιά μιας αθωότητας που πέρασε και πάει. Πράγματα μιας άλλης εποχής, καλά προστατευμένα σήμερα, και για πάντα εύχομαι, στο Μουσείο της Κασσάνδρας, ξενιτεμένα πλέον από το έρημο πέτρινο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, το κλειδί του οποίου κρύβεται πια σε άλλων σεντούκια.
Φυλαχτό λοιπόν το Λαογραφικό Μουσείο της Κασσάνδρας, φυλαχτό ακόμη και οι διαδικτυακές του φωτογραφίες, που εμψυχώνονται στα μάτια μου αφυπνίζοντας ταυτόχρονα βαθιά μέσα μου ένα πένθος αγκαθερό για ανθρώπους που έφυγαν και μου λείπουν………. Φυλαχτό είναι χρόνων τρυφερών, αγαπημένων, που θα... αλητεύουν για πάντα στη σκέψη μου, φρουρός ακοίμητος αναμνήσεων που κανείς, μα κανείς, όσο και αν προσπαθεί, δε θα μπορέσει ποτέ, μα ποτέ, να ξορκίσει…….».